άστικτος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]άστικτος • (ástiktos) m (feminine άστικτη, neuter άστικτο)
- unstigmatised (UK), unstigmatized (US)
- Synonym: αστιγμάτιστος (astigmátistos)
- (typography) unpunctuated
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άστικτος (ástiktos) | άστικτη (ástikti) | άστικτο (ástikto) | άστικτοι (ástiktoi) | άστικτες (ástiktes) | άστικτα (ástikta) | |
genitive | άστικτου (ástiktou) | άστικτης (ástiktis) | άστικτου (ástiktou) | άστικτων (ástikton) | άστικτων (ástikton) | άστικτων (ástikton) | |
accusative | άστικτο (ástikto) | άστικτη (ástikti) | άστικτο (ástikto) | άστικτους (ástiktous) | άστικτες (ástiktes) | άστικτα (ástikta) | |
vocative | άστικτε (ástikte) | άστικτη (ástikti) | άστικτο (ástikto) | άστικτοι (ástiktoi) | άστικτες (ástiktes) | άστικτα (ástikta) |