Jump to content

άστικτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άστικτος (ástiktosm (feminine άστικτη, neuter άστικτο)

  1. unstigmatised (UK), unstigmatized (US)
    Synonym: αστιγμάτιστος (astigmátistos)
  2. (typography) unpunctuated

Declension

[edit]
Declension of άστικτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άστικτος (ástiktos) άστικτη (ástikti) άστικτο (ástikto) άστικτοι (ástiktoi) άστικτες (ástiktes) άστικτα (ástikta)
genitive άστικτου (ástiktou) άστικτης (ástiktis) άστικτου (ástiktou) άστικτων (ástikton) άστικτων (ástikton) άστικτων (ástikton)
accusative άστικτο (ástikto) άστικτη (ástikti) άστικτο (ástikto) άστικτους (ástiktous) άστικτες (ástiktes) άστικτα (ástikta)
vocative άστικτε (ástikte) άστικτη (ástikti) άστικτο (ástikto) άστικτοι (ástiktoi) άστικτες (ástiktes) άστικτα (ástikta)