Jump to content

άσπρισμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

άσπρισμα (ásprisman (plural ασπρίσματα)

  1. whitewashing (walls, etc)
    Synonym: ασβέστωμα (asvéstoma)
  2. bleaching (clothes, etc)

Declension

[edit]
Declension of άσπρισμα
singular plural
nominative άσπρισμα (ásprisma) ασπρίσματα (asprísmata)
genitive ασπρίσματος (asprísmatos) ασπρισμάτων (asprismáton)
accusative άσπρισμα (ásprisma) ασπρίσματα (asprísmata)
vocative άσπρισμα (ásprisma) ασπρίσματα (asprísmata)
[edit]

Further reading

[edit]