άσπρισμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]άσπρισμα • (ásprisma) n (plural ασπρίσματα)
- whitewashing (walls, etc)
- Synonym: ασβέστωμα (asvéstoma)
- bleaching (clothes, etc)
Declension
[edit]Declension of άσπρισμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | άσπρισμα • | ασπρίσματα • |
genitive | ασπρίσματος • | ασπρισμάτων • |
accusative | άσπρισμα • | ασπρίσματα • |
vocative | άσπρισμα • | ασπρίσματα • |
Related terms
[edit]- see: άσπρο n (áspro, “white”)
Further reading
[edit]- άσπρισμα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language