Jump to content

άσπονδος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἄσπονδος (áspondos)

Adjective

[edit]

άσπονδος (áspondosm (feminine άσπονδη, neuter άσπονδο)

  1. implacable, irreconcilable

Declension

[edit]
Declension of άσπονδος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άσπονδος (áspondos) άσπονδη (áspondi) άσπονδο (áspondo) άσπονδοι (áspondoi) άσπονδες (áspondes) άσπονδα (ásponda)
genitive άσπονδου (áspondou) άσπονδης (áspondis) άσπονδου (áspondou) άσπονδων (áspondon) άσπονδων (áspondon) άσπονδων (áspondon)
accusative άσπονδο (áspondo) άσπονδη (áspondi) άσπονδο (áspondo) άσπονδους (áspondous) άσπονδες (áspondes) άσπονδα (ásponda)
vocative άσπονδε (ásponde) άσπονδη (áspondi) άσπονδο (áspondo) άσπονδοι (áspondoi) άσπονδες (áspondes) άσπονδα (ásponda)

Further reading

[edit]