Jump to content

άσπιλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

άσπιλος (áspilosm (feminine άσπιλη, neuter άσπιλο)

  1. (figurative) blameless, spotless
  2. (figurative) undefiled, untainted
  3. unstained, spotless, untarnished

Declension

[edit]
Declension of άσπιλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άσπιλος (áspilos) άσπιλη (áspili) άσπιλο (áspilo) άσπιλοι (áspiloi) άσπιλες (áspiles) άσπιλα (áspila)
genitive άσπιλου (áspilou) άσπιλης (áspilis) άσπιλου (áspilou) άσπιλων (áspilon) άσπιλων (áspilon) άσπιλων (áspilon)
accusative άσπιλο (áspilo) άσπιλη (áspili) άσπιλο (áspilo) άσπιλους (áspilous) άσπιλες (áspiles) άσπιλα (áspila)
vocative άσπιλε (áspile) άσπιλη (áspili) άσπιλο (áspilo) άσπιλοι (áspiloi) άσπιλες (áspiles) άσπιλα (áspila)

Further reading

[edit]