Jump to content

άσκαφος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άσκαφος (áskafosm (feminine άσκαφη, neuter άσκαφο)

  1. Alternative form of άσκαφτος (áskaftos)

Declension

[edit]
Declension of άσκαφος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άσκαφος (áskafos) άσκαφη (áskafi) άσκαφο (áskafo) άσκαφοι (áskafoi) άσκαφες (áskafes) άσκαφα (áskafa)
genitive άσκαφου (áskafou) άσκαφης (áskafis) άσκαφου (áskafou) άσκαφων (áskafon) άσκαφων (áskafon) άσκαφων (áskafon)
accusative άσκαφο (áskafo) άσκαφη (áskafi) άσκαφο (áskafo) άσκαφους (áskafous) άσκαφες (áskafes) άσκαφα (áskafa)
vocative άσκαφε (áskafe) άσκαφη (áskafi) άσκαφο (áskafo) άσκαφοι (áskafoi) άσκαφες (áskafes) άσκαφα (áskafa)