Jump to content

άσαρκος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἄσαρκος (ásarkos, fleshless)

Adjective

[edit]

άσαρκος (ásarkosm (feminine άσαρκη, neuter άσαρκο)

  1. bony, skinny, fleshless

Declension

[edit]
Declension of άσαρκος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άσαρκος (ásarkos) άσαρκη (ásarki) άσαρκο (ásarko) άσαρκοι (ásarkoi) άσαρκες (ásarkes) άσαρκα (ásarka)
genitive άσαρκου (ásarkou) άσαρκης (ásarkis) άσαρκου (ásarkou) άσαρκων (ásarkon) άσαρκων (ásarkon) άσαρκων (ásarkon)
accusative άσαρκο (ásarko) άσαρκη (ásarki) άσαρκο (ásarko) άσαρκους (ásarkous) άσαρκες (ásarkes) άσαρκα (ásarka)
vocative άσαρκε (ásarke) άσαρκη (ásarki) άσαρκο (ásarko) άσαρκοι (ásarkoi) άσαρκες (ásarkes) άσαρκα (ásarka)

Further reading

[edit]