άρμεγμα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]άρμεγμα • (ármegma) n (plural αρμέγματα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | άρμεγμα (ármegma) | αρμέγματα (armégmata) |
genitive | αρμέγματος (armégmatos) | αρμεγμάτων (armegmáton) |
accusative | άρμεγμα (ármegma) | αρμέγματα (armégmata) |
vocative | άρμεγμα (ármegma) | αρμέγματα (armégmata) |
Related terms
[edit]- see: αρμέγω (armégo, “to milk”)
Further reading
[edit]- άρμεγμα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- άρμεγμα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language