Jump to content

άραχλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From αράχνη f (aráchni, spider).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈaɾaxlos/
  • Hyphenation: ά‧ρα‧χλος

Adjective

[edit]

άραχλος (árachlosm (feminine άραχλη, neuter άραχλο)

  1. (colloquial) form of άραχνος (árachnos, full of spiders)

Declension

[edit]
Declension of άραχλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άραχλος (árachlos) άραχλη (árachli) άραχλο (árachlo) άραχλοι (árachloi) άραχλες (árachles) άραχλα (árachla)
genitive άραχλου (árachlou) άραχλης (árachlis) άραχλου (árachlou) άραχλων (árachlon) άραχλων (árachlon) άραχλων (árachlon)
accusative άραχλο (árachlo) άραχλη (árachli) άραχλο (árachlo) άραχλους (árachlous) άραχλες (árachles) άραχλα (árachla)
vocative άραχλε (árachle) άραχλη (árachli) άραχλο (árachlo) άραχλοι (árachloi) άραχλες (árachles) άραχλα (árachla)