Jump to content

άραγμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

άραγμα (áragman (plural αράγματα)

  1. anchoring, mooring
    Synonym: αγκυροβόλημα (agkyrovólima)

Declension

[edit]
Declension of άραγμα
singular plural
nominative άραγμα (áragma) αράγματα (arágmata)
genitive αράγματος (arágmatos) αραγμάτων (aragmáton)
accusative άραγμα (áragma) αράγματα (arágmata)
vocative άραγμα (áragma) αράγματα (arágmata)
[edit]

Further reading

[edit]