Jump to content

άπτωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άπτωτος (áptotosm (feminine άπτωτη, neuter άπτωτο)

  1. (grammar, linguistics) indeclinable
    Synonym: (uninflected) άκλιτος (áklitos)
    Antonym: (declinable) πτωτικός (ptotikós)

Declension

[edit]
Declension of άπτωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άπτωτος (áptotos) άπτωτη (áptoti) άπτωτο (áptoto) άπτωτοι (áptotoi) άπτωτες (áptotes) άπτωτα (áptota)
genitive άπτωτου (áptotou) άπτωτης (áptotis) άπτωτου (áptotou) άπτωτων (áptoton) άπτωτων (áptoton) άπτωτων (áptoton)
accusative άπτωτο (áptoto) άπτωτη (áptoti) άπτωτο (áptoto) άπτωτους (áptotous) άπτωτες (áptotes) άπτωτα (áptota)
vocative άπτωτε (áptote) άπτωτη (áptoti) άπτωτο (áptoto) άπτωτοι (áptotoi) άπτωτες (áptotes) άπτωτα (áptota)