άπεπτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]άπεπτος • (ápeptos) m (feminine άπεπτη, neuter άπεπτο)
- (physiology, biochemistry) undigested
- Synonym: αχώνευτος (achóneftos)
Declension
[edit]Declension of άπεπτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άπεπτος • | άπεπτη • | άπεπτο • | άπεπτοι • | άπεπτες • | άπεπτα • |
genitive | άπεπτου • | άπεπτης • | άπεπτου • | άπεπτων • | άπεπτων • | άπεπτων • |
accusative | άπεπτο • | άπεπτη • | άπεπτο • | άπεπτους • | άπεπτες • | άπεπτα • |
vocative | άπεπτε • | άπεπτη • | άπεπτο • | άπεπτοι • | άπεπτες • | άπεπτα • |
Related terms
[edit]- see: πέψη f (pépsi, “digestion”)
Further reading
[edit]- Πέψη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el