Jump to content

άπεπτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άπεπτος (ápeptosm (feminine άπεπτη, neuter άπεπτο)

  1. (physiology, biochemistry) undigested
    Synonym: αχώνευτος (achóneftos)

Declension

[edit]
Declension of άπεπτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άπεπτος (ápeptos) άπεπτη (ápepti) άπεπτο (ápepto) άπεπτοι (ápeptoi) άπεπτες (ápeptes) άπεπτα (ápepta)
genitive άπεπτου (ápeptou) άπεπτης (ápeptis) άπεπτου (ápeptou) άπεπτων (ápepton) άπεπτων (ápepton) άπεπτων (ápepton)
accusative άπεπτο (ápepto) άπεπτη (ápepti) άπεπτο (ápepto) άπεπτους (ápeptous) άπεπτες (ápeptes) άπεπτα (ápepta)
vocative άπεπτε (ápepte) άπεπτη (ápepti) άπεπτο (ápepto) άπεπτοι (ápeptoi) άπεπτες (ápeptes) άπεπτα (ápepta)
[edit]
  • see: πέψη f (pépsi, digestion)

Further reading

[edit]