Jump to content

άπας

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άπας (ápasm (feminine άπασα, neuter άπαν)

  1. everything, everyone
    Synonym: όλος (ólos)

Declension

[edit]
Declension of άπας
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άπας (ápas) άπασα (ápasa) άπαν (ápan) άπαντες (ápantes) άπασες (ápases) άπαντα (ápanta)
genitive άπαντος (ápantos) απάσης (apásis) άπαντος (ápantos) απάντων (apánton) απασών (apasón) απάντων (apánton)
accusative άπαντα (ápanta) άπασα (ápasa) άπαν (ápan) άπαντες (ápantes) άπασες (ápases) άπαντα (ápanta)
vocative άπαντα (ápanta) άπασα (ápasa) άπαν (ápan) άπαντες (ápantes) άπασες (ápases) άπαντα (ápanta)