άπαξ
Appearance
See also: ἅπαξ
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἅπαξ (hápax).
Adverb
[edit]άπαξ • (ápax)
- once
- Θα το πω άπαξ και δε θα το επαναλάβω. ― Tha to po ápax kai de tha to epanalávo. ― I will say this once and will not repeat it.
Derived terms
[edit]- άπαξ δια παντός (ápax dia pantós, “once and for all”)
- άπαξ λεγόμενον n (ápax legómenon, “hapax legomenon”)