Jump to content

άπαιχτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άπαιχτος (ápaichtosm (feminine άπαιχτη, neuter άπαιχτο)

  1. (theater) unperformed, not performed
  2. unplayed (card, piece of music)
  3. not out (film)

Declension

[edit]
Declension of άπαιχτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άπαιχτος (ápaichtos) άπαιχτη (ápaichti) άπαιχτο (ápaichto) άπαιχτοι (ápaichtoi) άπαιχτες (ápaichtes) άπαιχτα (ápaichta)
genitive άπαιχτου (ápaichtou) άπαιχτης (ápaichtis) άπαιχτου (ápaichtou) άπαιχτων (ápaichton) άπαιχτων (ápaichton) άπαιχτων (ápaichton)
accusative άπαιχτο (ápaichto) άπαιχτη (ápaichti) άπαιχτο (ápaichto) άπαιχτους (ápaichtous) άπαιχτες (ápaichtes) άπαιχτα (ápaichta)
vocative άπαιχτε (ápaichte) άπαιχτη (ápaichti) άπαιχτο (ápaichto) άπαιχτοι (ápaichtoi) άπαιχτες (ápaichtes) άπαιχτα (ápaichta)