Jump to content

άοσμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άοσμος (áosmosm (feminine άοσμη, neuter άοσμο)

  1. odourless (UK), odorless (US)

Declension

[edit]
Declension of άοσμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άοσμος (áosmos) άοσμη (áosmi) άοσμο (áosmo) άοσμοι (áosmoi) άοσμες (áosmes) άοσμα (áosma)
genitive άοσμου (áosmou) άοσμης (áosmis) άοσμου (áosmou) άοσμων (áosmon) άοσμων (áosmon) άοσμων (áosmon)
accusative άοσμο (áosmo) άοσμη (áosmi) άοσμο (áosmo) άοσμους (áosmous) άοσμες (áosmes) άοσμα (áosma)
vocative άοσμε (áosme) άοσμη (áosmi) άοσμο (áosmo) άοσμοι (áosmoi) άοσμες (áosmes) άοσμα (áosma)
[edit]