Jump to content

άοκνος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άοκνος (áoknosm (feminine άοκνη, neuter άοκνο)

  1. diligent
    Synonym: ακούραστος (akoúrastos)

Declension

[edit]
Declension of άοκνος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άοκνος (áoknos) άοκνη (áokni) άοκνο (áokno) άοκνοι (áoknoi) άοκνες (áoknes) άοκνα (áokna)
genitive άοκνου (áoknou) άοκνης (áoknis) άοκνου (áoknou) άοκνων (áoknon) άοκνων (áoknon) άοκνων (áoknon)
accusative άοκνο (áokno) άοκνη (áokni) άοκνο (áokno) άοκνους (áoknous) άοκνες (áoknes) άοκνα (áokna)
vocative άοκνε (áokne) άοκνη (áokni) άοκνο (áokno) άοκνοι (áoknoi) άοκνες (áoknes) άοκνα (áokna)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άοκνος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άοκνος, etc.)