Jump to content

άξαφνος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

άξαφνα (áxafna) +‎ -ος (-os).

Adjective

[edit]

άξαφνος (áxafnosm (feminine άξαφνη, neuter άξαφνο)

  1. sudden
    Synonym: ξαφνικός (xafnikós)

Declension

[edit]
Declension of άξαφνος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άξαφνος (áxafnos) άξαφνη (áxafni) άξαφνο (áxafno) άξαφνοι (áxafnoi) άξαφνες (áxafnes) άξαφνα (áxafna)
genitive άξαφνου (áxafnou) άξαφνης (áxafnis) άξαφνου (áxafnou) άξαφνων (áxafnon) άξαφνων (áxafnon) άξαφνων (áxafnon)
accusative άξαφνο (áxafno) άξαφνη (áxafni) άξαφνο (áxafno) άξαφνους (áxafnous) άξαφνες (áxafnes) άξαφνα (áxafna)
vocative άξαφνε (áxafne) άξαφνη (áxafni) άξαφνο (áxafno) άξαφνοι (áxafnoi) άξαφνες (áxafnes) άξαφνα (áxafna)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άξαφνος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άξαφνος, etc.)

[edit]