Jump to content

άντρο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

άντρο (ántron (plural άντρα)

  1. (crime) hideout, den, retreat
  2. den, lair
    το άντρο των λύκωνto ántro ton lýkonthe wolves' den
  3. cave, grotto
  4. (anatomy) found in naming of some body parts
    μαστοειδές άντροmastoeidés ántromastoid process
    ιγμόρειο άντροigmóreio ántrosinus cavity

Declension

[edit]
Declension of άντρο
singular plural
nominative άντρο (ántro) άντρα (ántra)
genitive άντρου (ántrou) άντρων (ántron)
accusative άντρο (ántro) άντρα (ántra)
vocative άντρο (ántro) άντρα (ántra)

Further reading

[edit]