Jump to content

άνους

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From ά- (á-, not) +‎ νους (nous, mind).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈa.nus/
  • Hyphenation: ά‧νους

Adjective

[edit]

άνους (ánousm (feminine άνους, neuter άνουν)

  1. stupid, dull, brainless
    Synonym: ανόητος (anóitos)

Declension

[edit]
Declension of άνους
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άνους (ánous) άνους (ánous) άνουν (ánoun) άνοες (ánoes) άνοες (ánoes) άνοα (ánoa)
genitive άνου (ánou) άνου (ánou) άνου (ánou) ανόων (anóon) ανόων (anóon) ανόων (anóon)
accusative άνου (ánou) άνου (ánou) άνουν (ánoun) άνοες (ánoes) άνοες (ánoes) άνοα (ánoa)
vocative άνους (ánous) άνους (ánous) άνουν (ánoun) άνοες (ánoes) άνοες (ánoes) άνοα (ánoa)