Jump to content

άνοιγμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

ανοίγω (anoígo) +‎ -μα (-ma)

Noun

[edit]

άνοιγμα (ánoigman (plural ανοίγματα)

  1. opening
    1. (in clothing)
    2. (for door, window, etc)
    3. gap
    4. slit, mouth
    5. clearing
  2. opening up (flowers, etc)
  3. deficit

Declension

[edit]
Declension of άνοιγμα
singular plural
nominative άνοιγμα (ánoigma) ανοίγματα (anoígmata)
genitive ανοίγματος (anoígmatos) ανοιγμάτων (anoigmáton)
accusative άνοιγμα (ánoigma) ανοίγματα (anoígmata)
vocative άνοιγμα (ánoigma) ανοίγματα (anoígmata)