άνετος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἄνετος (ánetos).
Adjective
[edit]άνετος • (ánetos) m (feminine άνετη, neuter άνετο)
- (places) comfortable, spacious
- (for people) easy-going, relaxed
Declension
[edit]Declension of άνετος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άνετος • | άνετη • | άνετο • | άνετοι • | άνετες • | άνετα • |
genitive | άνετου • | άνετης • | άνετου • | άνετων • | άνετων • | άνετων • |
accusative | άνετο • | άνετη • | άνετο • | άνετους • | άνετες • | άνετα • |
vocative | άνετε • | άνετη • | άνετο • | άνετοι • | άνετες • | άνετα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άνετος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άνετος, etc.) |