Jump to content

άνετος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἄνετος (ánetos).

Adjective

[edit]

άνετος (ánetosm (feminine άνετη, neuter άνετο)

  1. (places) comfortable, spacious
  2. (for people) easy-going, relaxed

Declension

[edit]
Declension of άνετος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άνετος (ánetos) άνετη (áneti) άνετο (áneto) άνετοι (ánetoi) άνετες (ánetes) άνετα (áneta)
genitive άνετου (ánetou) άνετης (ánetis) άνετου (ánetou) άνετων (áneton) άνετων (áneton) άνετων (áneton)
accusative άνετο (áneto) άνετη (áneti) άνετο (áneto) άνετους (ánetous) άνετες (ánetes) άνετα (áneta)
vocative άνετε (ánete) άνετη (áneti) άνετο (áneto) άνετοι (ánetoi) άνετες (ánetes) άνετα (áneta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άνετος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άνετος, etc.)

[edit]