Jump to content

άναυδος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άναυδος (ánavdosm (feminine άναυδη, neuter άναυδο)

  1. mute, speechless, dumbfounded (with surprise)
    Synonym: άλαλος (álalos)

Declension

[edit]
Declension of άναυδος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άναυδος (ánavdos) άναυδη (ánavdi) άναυδο (ánavdo) άναυδοι (ánavdoi) άναυδες (ánavdes) άναυδα (ánavda)
genitive άναυδου (ánavdou) άναυδης (ánavdis) άναυδου (ánavdou) άναυδων (ánavdon) άναυδων (ánavdon) άναυδων (ánavdon)
accusative άναυδο (ánavdo) άναυδη (ánavdi) άναυδο (ánavdo) άναυδους (ánavdous) άναυδες (ánavdes) άναυδα (ánavda)
vocative άναυδε (ánavde) άναυδη (ánavdi) άναυδο (ánavdo) άναυδοι (ánavdoi) άναυδες (ánavdes) άναυδα (ánavda)