άναυδος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]άναυδος • (ánavdos) m (feminine άναυδη, neuter άναυδο)
- mute, speechless, dumbfounded (with surprise)
- Synonym: άλαλος (álalos)
Declension
[edit]Declension of άναυδος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άναυδος • | άναυδη • | άναυδο • | άναυδοι • | άναυδες • | άναυδα • |
genitive | άναυδου • | άναυδης • | άναυδου • | άναυδων • | άναυδων • | άναυδων • |
accusative | άναυδο • | άναυδη • | άναυδο • | άναυδους • | άναυδες • | άναυδα • |
vocative | άναυδε • | άναυδη • | άναυδο • | άναυδοι • | άναυδες • | άναυδα • |