Jump to content

άναστρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άναστρος (ánastrosm (feminine άναστρη, neuter άναστρο)

  1. starless (cloudy)
    Synonym: ανάστερος (anásteros)
  2. (figurative) unlucky

Declension

[edit]
Declension of άναστρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άναστρος (ánastros) άναστρη (ánastri) άναστρο (ánastro) άναστροι (ánastroi) άναστρες (ánastres) άναστρα (ánastra)
genitive άναστρου (ánastrou) άναστρης (ánastris) άναστρου (ánastrou) άναστρων (ánastron) άναστρων (ánastron) άναστρων (ánastron)
accusative άναστρο (ánastro) άναστρη (ánastri) άναστρο (ánastro) άναστρους (ánastrous) άναστρες (ánastres) άναστρα (ánastra)
vocative άναστρε (ánastre) άναστρη (ánastri) άναστρο (ánastro) άναστροι (ánastroi) άναστρες (ánastres) άναστρα (ánastra)
[edit]