Jump to content

άναξ

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἄναξ

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἄναξ (ánax).

Noun

[edit]

άναξ (ánaxm (plural άνακτες, feminine άνασσα)

  1. king

Declension

[edit]
Declension of άναξ
singular plural
nominative άναξ (ánax) άνακτες (ánaktes)
genitive άνακτος (ánaktos) ανάκτων (anákton)
accusative άνακτα (ánakta) άνακτες (ánaktes)
vocative άναξ (ánax) άνακτες (ánaktes)

Synonyms

[edit]