Jump to content

άνανθος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άνανθος (ánanthosm (feminine άνανθη, neuter άνανθο)

  1. flowerless, blossomless
  2. inconspicuous
  3. (figuratively) unfulfilled, having not blossomed

Declension

[edit]
Declension of άνανθος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άνανθος (ánanthos) άνανθη (ánanthi) άνανθο (ánantho) άνανθοι (ánanthoi) άνανθες (ánanthes) άνανθα (ánantha)
genitive άνανθου (ánanthou) άνανθης (ánanthis) άνανθου (ánanthou) άνανθων (ánanthon) άνανθων (ánanthon) άνανθων (ánanthon)
accusative άνανθο (ánantho) άνανθη (ánanthi) άνανθο (ánantho) άνανθους (ánanthous) άνανθες (ánanthes) άνανθα (ánantha)
vocative άνανθε (ánanthe) άνανθη (ánanthi) άνανθο (ánantho) άνανθοι (ánanthoi) άνανθες (ánanthes) άνανθα (ánantha)
[edit]