Jump to content

άμεμπτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἄμεμπτος (ámemptos).

Adjective

[edit]

άμεμπτος (ámemptosm (feminine άμεμπτη, neuter άμεμπτο)

  1. spotless, unblemished
  2. blameless, irreproachable, unimpeachable

Declension

[edit]
Declension of άμεμπτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άμεμπτος (ámemptos) άμεμπτη (ámempti) άμεμπτο (ámempto) άμεμπτοι (ámemptoi) άμεμπτες (ámemptes) άμεμπτα (ámempta)
genitive άμεμπτου (ámemptou) άμεμπτης (ámemptis) άμεμπτου (ámemptou) άμεμπτων (ámempton) άμεμπτων (ámempton) άμεμπτων (ámempton)
accusative άμεμπτο (ámempto) άμεμπτη (ámempti) άμεμπτο (ámempto) άμεμπτους (ámemptous) άμεμπτες (ámemptes) άμεμπτα (ámempta)
vocative άμεμπτε (ámempte) άμεμπτη (ámempti) άμεμπτο (ámempto) άμεμπτοι (ámemptoi) άμεμπτες (ámemptes) άμεμπτα (ámempta)

Synonyms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]