άμβλυνση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]άμβλυνση • (ámvlynsi) f (uncountable)
Declension
[edit]Declension of άμβλυνση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | άμβλυνση • | αμβλύνσεις • | |
genitive | άμβλυνσης • | αμβλύνσεων • | |
accusative | άμβλυνση • | αμβλύνσεις • | |
vocative | άμβλυνση • | αμβλύνσεις • | |
Older or formal genitive singular: αμβλύνσεως • |
Antonyms
[edit]- όξυνση f (óxynsi, “sharpening”)
Related terms
[edit]- see: αμβλύνω (amvlýno, “to blunt”)