Jump to content

άμβλυνση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

άμβλυνση (ámvlynsif (uncountable)

  1. blunting, bluntening

Declension

[edit]
Declension of άμβλυνση
singular plural
nominative άμβλυνση (ámvlynsi) αμβλύνσεις (amvlýnseis)
genitive άμβλυνσης (ámvlynsis) αμβλύνσεων (amvlýnseon)
accusative άμβλυνση (ámvlynsi) αμβλύνσεις (amvlýnseis)
vocative άμβλυνση (ámvlynsi) αμβλύνσεις (amvlýnseis)

Older or formal genitive singular: αμβλύνσεως (amvlýnseos)

Antonyms

[edit]
[edit]