Jump to content

άλουστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άλουστος (áloustosm (feminine άλουστη, neuter άλουστο)

  1. unshampooed, unwashed (hair)

Declension

[edit]
Declension of άλουστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άλουστος (áloustos) άλουστη (álousti) άλουστο (álousto) άλουστοι (áloustoi) άλουστες (áloustes) άλουστα (álousta)
genitive άλουστου (áloustou) άλουστης (áloustis) άλουστου (áloustou) άλουστων (álouston) άλουστων (álouston) άλουστων (álouston)
accusative άλουστο (álousto) άλουστη (álousti) άλουστο (álousto) άλουστους (áloustous) άλουστες (áloustes) άλουστα (álousta)
vocative άλουστε (álouste) άλουστη (álousti) άλουστο (álousto) άλουστοι (áloustoi) άλουστες (áloustes) άλουστα (álousta)
[edit]