Jump to content

άλογος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άλογος (álogosm (feminine άλογη, neuter άλογο)

  1. illogical, irrational

Declension

[edit]
Declension of άλογος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άλογος (álogos) άλογη (álogi) άλογο (álogo) άλογοι (álogoi) άλογες (áloges) άλογα (áloga)
genitive άλογου (álogou) άλογης (álogis) άλογου (álogou) άλογων (álogon) άλογων (álogon) άλογων (álogon)
accusative άλογο (álogo) άλογη (álogi) άλογο (álogo) άλογους (álogous) άλογες (áloges) άλογα (áloga)
vocative άλογε (áloge) άλογη (álogi) άλογο (álogo) άλογοι (álogoi) άλογες (áloges) άλογα (áloga)