Jump to content

άλκιμος

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἄλκιμος

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἄλκιμος (álkimos).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

άλκιμος (álkimosm (feminine άλκιμη, neuter άλκιμο)

  1. sturdy, vigorous

Declension

[edit]
Declension of άλκιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άλκιμος (álkimos) άλκιμη (álkimi) άλκιμο (álkimo) άλκιμοι (álkimoi) άλκιμες (álkimes) άλκιμα (álkima)
genitive άλκιμου (álkimou) άλκιμης (álkimis) άλκιμου (álkimou) άλκιμων (álkimon) άλκιμων (álkimon) άλκιμων (álkimon)
accusative άλκιμο (álkimo) άλκιμη (álkimi) άλκιμο (álkimo) άλκιμους (álkimous) άλκιμες (álkimes) άλκιμα (álkima)
vocative άλκιμε (álkime) άλκιμη (álkimi) άλκιμο (álkimo) άλκιμοι (álkimoi) άλκιμες (álkimes) άλκιμα (álkima)