άκυρος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]άκυρος • (ákyros) m (feminine άκυρη, neuter άκυρο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άκυρος (ákyros) | άκυρη (ákyri) | άκυρο (ákyro) | άκυροι (ákyroi) | άκυρες (ákyres) | άκυρα (ákyra) | |
genitive | άκυρου (ákyrou) | άκυρης (ákyris) | άκυρου (ákyrou) | άκυρων (ákyron) | άκυρων (ákyron) | άκυρων (ákyron) | |
accusative | άκυρο (ákyro) | άκυρη (ákyri) | άκυρο (ákyro) | άκυρους (ákyrous) | άκυρες (ákyres) | άκυρα (ákyra) | |
vocative | άκυρε (ákyre) | άκυρη (ákyri) | άκυρο (ákyro) | άκυροι (ákyroi) | άκυρες (ákyres) | άκυρα (ákyra) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άκυρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άκυρος, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ακυρότερος", etc) |
Related terms
[edit]- ακυριολεξία f (akyriolexía, “misnomer”)
- ακυρότητα f (akyrótita, “invalidity”)
- ακύρωση f (akýrosi, “annulment”)
- ακυρώσιμος (akyrósimos, “voidable”)
- ακυρώνω (akyróno, “to annul”)
- ακυρωτικός (akyrotikós, “nullifying”)
- ακύρωτος (akýrotos, “unratified”)