Jump to content

άκυρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άκυρος (ákyrosm (feminine άκυρη, neuter άκυρο)

  1. invalid, null and void

Declension

[edit]
Declension of άκυρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άκυρος (ákyros) άκυρη (ákyri) άκυρο (ákyro) άκυροι (ákyroi) άκυρες (ákyres) άκυρα (ákyra)
genitive άκυρου (ákyrou) άκυρης (ákyris) άκυρου (ákyrou) άκυρων (ákyron) άκυρων (ákyron) άκυρων (ákyron)
accusative άκυρο (ákyro) άκυρη (ákyri) άκυρο (ákyro) άκυρους (ákyrous) άκυρες (ákyres) άκυρα (ákyra)
vocative άκυρε (ákyre) άκυρη (ákyri) άκυρο (ákyro) άκυροι (ákyroi) άκυρες (ákyres) άκυρα (ákyra)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άκυρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άκυρος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακυρότερος (akyróteros) ακυρότερη (akyróteri) ακυρότερο (akyrótero) ακυρότεροι (akyróteroi) ακυρότερες (akyróteres) ακυρότερα (akyrótera)
genitive ακυρότερου (akyróterou) ακυρότερης (akyróteris) ακυρότερου (akyróterou) ακυρότερων (akyróteron) ακυρότερων (akyróteron) ακυρότερων (akyróteron)
accusative ακυρότερο (akyrótero) ακυρότερη (akyróteri) ακυρότερο (akyrótero) ακυρότερους (akyróterous) ακυρότερες (akyróteres) ακυρότερα (akyrótera)
vocative ακυρότερε (akyrótere) ακυρότερη (akyróteri) ακυρότερο (akyrótero) ακυρότεροι (akyróteroi) ακυρότερες (akyróteres) ακυρότερα (akyrótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ακυρότερος", etc)

[edit]