Jump to content

άκουρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άκουρος (ákourosm (feminine άκουρη, neuter άκουρο)

  1. (colloquial) unshorn (sheep, etc)
  2. (colloquial) needing a haircut, unkempt

Declension

[edit]
Declension of άκουρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άκουρος (ákouros) άκουρη (ákouri) άκουρο (ákouro) άκουροι (ákouroi) άκουρες (ákoures) άκουρα (ákoura)
genitive άκουρου (ákourou) άκουρης (ákouris) άκουρου (ákourou) άκουρων (ákouron) άκουρων (ákouron) άκουρων (ákouron)
accusative άκουρο (ákouro) άκουρη (ákouri) άκουρο (ákouro) άκουρους (ákourous) άκουρες (ákoures) άκουρα (ákoura)
vocative άκουρε (ákoure) άκουρη (ákouri) άκουρο (ákouro) άκουροι (ákouroi) άκουρες (ákoures) άκουρα (ákoura)

Synonyms

[edit]
[edit]