Jump to content

άθροισμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

άθροισμα (áthroisman (plural αθροίσματα)

  1. (mathematics) sum, total (of a list of numbers)
    γενικό άθροισμαgenikó áthroismasum total

Declension

[edit]
Declension of άθροισμα
singular plural
nominative άθροισμα (áthroisma) αθροίσματα (athroísmata)
genitive αθροίσματος (athroísmatos) αθροισμάτων (athroismáton)
accusative άθροισμα (áthroisma) αθροίσματα (athroísmata)
vocative άθροισμα (áthroisma) αθροίσματα (athroísmata)
[edit]