άθροισμα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]άθροισμα • (áthroisma) n (plural αθροίσματα)
- (mathematics) sum, total (of a list of numbers)
- γενικό άθροισμα ― genikó áthroisma ― sum total
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | άθροισμα (áthroisma) | αθροίσματα (athroísmata) |
genitive | αθροίσματος (athroísmatos) | αθροισμάτων (athroismáton) |
accusative | άθροισμα (áthroisma) | αθροίσματα (athroísmata) |
vocative | άθροισμα (áthroisma) | αθροίσματα (athroísmata) |
Related terms
[edit]- αθροίζω (athroízo, “to add up, to assemble”)
- άθροιση f (áthroisi, “addition”)
- αθροιστικός (athroistikós, “cumulative, adding”, adjective)
- μερικό άθροισμα n (merikó áthroisma, “subtotal”)