Jump to content

άθλιος

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἄθλιος

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἄθλιος (áthlios, prize challenger).

Adjective

[edit]

άθλιος (áthliosm (feminine άθλια, neuter άθλιο)

  1. miserable, wretched, abject
  2. squalid
  3. forlorn
  4. destitute

Declension

[edit]
Declension of άθλιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άθλιος (áthlios) άθλια (áthlia) άθλιο (áthlio) άθλιοι (áthlioi) άθλιες (áthlies) άθλια (áthlia)
genitive άθλιου (áthliou) άθλιας (áthlias) άθλιου (áthliou) άθλιων (áthlion) άθλιων (áthlion) άθλιων (áthlion)
accusative άθλιο (áthlio) άθλια (áthlia) άθλιο (áthlio) άθλιους (áthlious) άθλιες (áthlies) άθλια (áthlia)
vocative άθλιε (áthlie) άθλια (áthlia) άθλιο (áthlio) άθλιοι (áthlioi) άθλιες (áthlies) άθλια (áthlia)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άθλιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άθλιος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αθλιότερος (athlióteros) αθλιότερη (athlióteri) αθλιότερο (athliótero) αθλιότεροι (athlióteroi) αθλιότερες (athlióteres) αθλιότερα (athliótera)
genitive αθλιότερου (athlióterou) αθλιότερης (athlióteris) αθλιότερου (athlióterou) αθλιότερων (athlióteron) αθλιότερων (athlióteron) αθλιότερων (athlióteron)
accusative αθλιότερο (athliótero) αθλιότερη (athlióteri) αθλιότερο (athliótero) αθλιότερους (athlióterous) αθλιότερες (athlióteres) αθλιότερα (athliótera)
vocative αθλιότερε (athliótere) αθλιότερη (athlióteri) αθλιότερο (athliótero) αθλιότεροι (athlióteroi) αθλιότερες (athlióteres) αθλιότερα (athliótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αθλιότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αθλιότατος (athliótatos) αθλιότατη (athliótati) αθλιότατο (athliótato) αθλιότατοι (athliótatoi) αθλιότατες (athliótates) αθλιότατα (athliótata)
genitive αθλιότατου (athliótatou) αθλιότατης (athliótatis) αθλιότατου (athliótatou) αθλιότατων (athliótaton) αθλιότατων (athliótaton) αθλιότατων (athliótaton)
accusative αθλιότατο (athliótato) αθλιότατη (athliótati) αθλιότατο (athliótato) αθλιότατους (athliótatous) αθλιότατες (athliótates) αθλιότατα (athliótata)
vocative αθλιότατε (athliótate) αθλιότατη (athliótati) αθλιότατο (athliótato) αθλιότατοι (athliótatoi) αθλιότατες (athliótates) αθλιότατα (athliótata)
[edit]