Jump to content

άθελος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άθελος (áthelosm (feminine άθελη, neuter άθελο)

  1. unintentional, unwilling, involuntary

Declension

[edit]
Declension of άθελος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άθελος (áthelos) άθελη (átheli) άθελο (áthelo) άθελοι (átheloi) άθελες (átheles) άθελα (áthela)
genitive άθελου (áthelou) άθελης (áthelis) άθελου (áthelou) άθελων (áthelon) άθελων (áthelon) άθελων (áthelon)
accusative άθελο (áthelo) άθελη (átheli) άθελο (áthelo) άθελους (áthelous) άθελες (átheles) άθελα (áthela)
vocative άθελε (áthele) άθελη (átheli) άθελο (áthelo) άθελοι (átheloi) άθελες (átheles) άθελα (áthela)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άθελος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άθελος, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]