άζωστος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]άζωστος • (ázostos) m (feminine άζωστη, neuter άζωστο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άζωστος (ázostos) | άζωστη (ázosti) | άζωστο (ázosto) | άζωστοι (ázostoi) | άζωστες (ázostes) | άζωστα (ázosta) | |
genitive | άζωστου (ázostou) | άζωστης (ázostis) | άζωστου (ázostou) | άζωστων (ázoston) | άζωστων (ázoston) | άζωστων (ázoston) | |
accusative | άζωστο (ázosto) | άζωστη (ázosti) | άζωστο (ázosto) | άζωστους (ázostous) | άζωστες (ázostes) | άζωστα (ázosta) | |
vocative | άζωστε (ázoste) | άζωστη (ázosti) | άζωστο (ázosto) | άζωστοι (ázostoi) | άζωστες (ázostes) | άζωστα (ázosta) |