Jump to content

άζωστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άζωστος (ázostosm (feminine άζωστη, neuter άζωστο)

  1. beltless, ungirt
  2. not roped off

Declension

[edit]
Declension of άζωστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άζωστος (ázostos) άζωστη (ázosti) άζωστο (ázosto) άζωστοι (ázostoi) άζωστες (ázostes) άζωστα (ázosta)
genitive άζωστου (ázostou) άζωστης (ázostis) άζωστου (ázostou) άζωστων (ázoston) άζωστων (ázoston) άζωστων (ázoston)
accusative άζωστο (ázosto) άζωστη (ázosti) άζωστο (ázosto) άζωστους (ázostous) άζωστες (ázostes) άζωστα (ázosta)
vocative άζωστε (ázoste) άζωστη (ázosti) άζωστο (ázosto) άζωστοι (ázostoi) άζωστες (ázostes) άζωστα (ázosta)