Jump to content

άζουμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άζουμος (ázoumosm (feminine άζουμη, neuter άζουμο)

  1. without juice

Declension

[edit]
Declension of άζουμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άζουμος (ázoumos) άζουμη (ázoumi) άζουμο (ázoumo) άζουμοι (ázoumoi) άζουμες (ázoumes) άζουμα (ázouma)
genitive άζουμου (ázoumou) άζουμης (ázoumis) άζουμου (ázoumou) άζουμων (ázoumon) άζουμων (ázoumon) άζουμων (ázoumon)
accusative άζουμο (ázoumo) άζουμη (ázoumi) άζουμο (ázoumo) άζουμους (ázoumous) άζουμες (ázoumes) άζουμα (ázouma)
vocative άζουμε (ázoume) άζουμη (ázoumi) άζουμο (ázoumo) άζουμοι (ázoumoi) άζουμες (ázoumes) άζουμα (ázouma)
[edit]