άδυτος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]άδυτος • (ádytos) m (feminine άδυτη, neuter άδυτο)
- inaccessible
- (noun) sanctuary (in temple, church, etc)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άδυτος (ádytos) | άδυτη (ádyti) | άδυτο (ádyto) | άδυτοι (ádytoi) | άδυτες (ádytes) | άδυτα (ádyta) | |
genitive | άδυτου (ádytou) | άδυτης (ádytis) | άδυτου (ádytou) | άδυτων (ádyton) | άδυτων (ádyton) | άδυτων (ádyton) | |
accusative | άδυτο (ádyto) | άδυτη (ádyti) | άδυτο (ádyto) | άδυτους (ádytous) | άδυτες (ádytes) | άδυτα (ádyta) | |
vocative | άδυτε (ádyte) | άδυτη (ádyti) | άδυτο (ádyto) | άδυτοι (ádytoi) | άδυτες (ádytes) | άδυτα (ádyta) |
Related terms
[edit]- άδυτο n (ádyto, “sanctuary”)