άδουλος
Appearance
See also: ἄδουλος
Greek
[edit]Adjective
[edit]άδουλος • (ádoulos) m (feminine άδουλη, neuter άδουλο)
- unemployed, not working, unoccupied
- (obsolete) not owning slaves
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άδουλος (ádoulos) | άδουλη (ádouli) | άδουλο (ádoulo) | άδουλοι (ádouloi) | άδουλες (ádoules) | άδουλα (ádoula) | |
genitive | άδουλου (ádoulou) | άδουλης (ádoulis) | άδουλου (ádoulou) | άδουλων (ádoulon) | άδουλων (ádoulon) | άδουλων (ádoulon) | |
accusative | άδουλο (ádoulo) | άδουλη (ádouli) | άδουλο (ádoulo) | άδουλους (ádoulous) | άδουλες (ádoules) | άδουλα (ádoula) | |
vocative | άδουλε (ádoule) | άδουλη (ádouli) | άδουλο (ádoulo) | άδουλοι (ádouloi) | άδουλες (ádoules) | άδουλα (ádoula) |
Related terms
[edit]- see: δουλειά f (douleiá, “work”)