Jump to content

άδουλος

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἄδουλος

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άδουλος (ádoulosm (feminine άδουλη, neuter άδουλο)

  1. unemployed, not working, unoccupied
  2. (obsolete) not owning slaves

Declension

[edit]
Declension of άδουλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άδουλος (ádoulos) άδουλη (ádouli) άδουλο (ádoulo) άδουλοι (ádouloi) άδουλες (ádoules) άδουλα (ádoula)
genitive άδουλου (ádoulou) άδουλης (ádoulis) άδουλου (ádoulou) άδουλων (ádoulon) άδουλων (ádoulon) άδουλων (ádoulon)
accusative άδουλο (ádoulo) άδουλη (ádouli) άδουλο (ádoulo) άδουλους (ádoulous) άδουλες (ádoules) άδουλα (ádoula)
vocative άδουλε (ádoule) άδουλη (ádouli) άδουλο (ádoulo) άδουλοι (ádouloi) άδουλες (ádoules) άδουλα (ádoula)
[edit]