Jump to content

άδηλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άδηλος (ádilosm (feminine άδηλη, neuter άδηλο)

  1. latent (existing or present but concealed or inactive)
  2. dubious
  3. uncertain, unknown

Declension

[edit]
Declension of άδηλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άδηλος (ádilos) άδηλη (ádili) άδηλο (ádilo) άδηλοι (ádiloi) άδηλες (ádiles) άδηλα (ádila)
genitive άδηλου (ádilou) άδηλης (ádilis) άδηλου (ádilou) άδηλων (ádilon) άδηλων (ádilon) άδηλων (ádilon)
accusative άδηλο (ádilo) άδηλη (ádili) άδηλο (ádilo) άδηλους (ádilous) άδηλες (ádiles) άδηλα (ádila)
vocative άδηλε (ádile) άδηλη (ádili) άδηλο (ádilo) άδηλοι (ádiloi) άδηλες (ádiles) άδηλα (ádila)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άδηλος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άδηλος, etc.)

Synonyms

[edit]