Jump to content

άγρυπνος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἄγρῠπνος (ágrupnos, watchful, sleepless).

Adjective

[edit]

άγρυπνος (ágrypnosm (feminine άγρυπνη, neuter άγρυπνο)

  1. watchful, awake
  2. sleepless

Declension

[edit]
Declension of άγρυπνος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άγρυπνος (ágrypnos) άγρυπνη (ágrypni) άγρυπνο (ágrypno) άγρυπνοι (ágrypnoi) άγρυπνες (ágrypnes) άγρυπνα (ágrypna)
genitive άγρυπνου (ágrypnou) άγρυπνης (ágrypnis) άγρυπνου (ágrypnou) άγρυπνων (ágrypnon) άγρυπνων (ágrypnon) άγρυπνων (ágrypnon)
accusative άγρυπνο (ágrypno) άγρυπνη (ágrypni) άγρυπνο (ágrypno) άγρυπνους (ágrypnous) άγρυπνες (ágrypnes) άγρυπνα (ágrypna)
vocative άγρυπνε (ágrypne) άγρυπνη (ágrypni) άγρυπνο (ágrypno) άγρυπνοι (ágrypnoi) άγρυπνες (ágrypnes) άγρυπνα (ágrypna)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άγρυπνος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άγρυπνος, etc.)

[edit]
see: αγρυπνώ (agrypnó, keep watch, stay awake)