Νορβηγίδα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]Νορβηγίδα • (Norvigída) f (plural Νορβηγίδες, masculine Νορβηγός)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Νορβηγίδα (Norvigída) | Νορβηγίδες (Norvigídes) |
genitive | Νορβηγίδας (Norvigídas) | Νορβηγίδων (Norvigídon) |
accusative | Νορβηγίδα (Norvigída) | Νορβηγίδες (Norvigídes) |
vocative | Νορβηγίδα (Norvigída) | Νορβηγίδες (Norvigídes) |
Synonyms
[edit]- Νορβηγή f (Norvigí)
Related terms
[edit]- see: Νορβηγία f (Norvigía, “Norway”)