Jump to content

Μεσοπροτεροζωικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Noun

[edit]

Μεσοπροτεροζωικός (Mesoproterozoïkósm (uncountable)

  1. (geology) Mesoproterozoic
    ο Μεσοπροτεροζωικός αιώναςo Mesoproterozoïkós aiónasthe Mesoproterozoic era

Declension

[edit]
Declension of Μεσοπροτεροζωικός
singular
nominative Μεσοπροτεροζωικός (Mesoproterozoïkós)
genitive Μεσοπροτεροζωικού (Mesoproterozoïkoú)
accusative Μεσοπροτεροζωικό (Mesoproterozoïkó)
vocative Μεσοπροτεροζωικέ (Mesoproterozoïké)
[edit]

See also

[edit]

Further reading

[edit]