Λιβεριανή
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]Λιβεριανή • (Liverianí) f (plural Λιβεριανές, masculine Λιβεριανός)
Declension
[edit]Declension of Λιβεριανή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Λιβεριανή • | Λιβεριανές • |
genitive | Λιβεριανής • | Λιβεριανών • |
accusative | Λιβεριανή • | Λιβεριανές • |
vocative | Λιβεριανή • | Λιβεριανές • |
Related terms
[edit]- see: Λιβερία f (Livería, “Liberia”)