From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation
Jump to search
ΚΤΕΛ • (KTEL) n
- Acronym of Κοινό Ταμείο Εισπράξεων Λεωφορείων (Koinó Tameío Eispráxeon Leoforeíon), the Greek intercity bus company
- Το ΚΤΕΛ Μεσσηνίας ανακοίνωσε τα νέα δρομολόγια
- KTEL of Messinia announced new routes
- a long distance bus terminal