Jump to content

Γαλλίδα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

Γαλλίδα (Gallídaf (plural Γαλλίδες, masculine Γάλλος)

  1. Frenchwoman

Declension

[edit]
Declension of Γαλλίδα
singular plural
nominative Γαλλίδα (Gallída) Γαλλίδες (Gallídes)
genitive Γαλλίδας (Gallídas) Γαλλίδων (Gallídon)
accusative Γαλλίδα (Gallída) Γαλλίδες (Gallídes)
vocative Γαλλίδα (Gallída) Γαλλίδες (Gallídes)
[edit]

Further reading

[edit]