Αρκτική
Jump to navigation
Jump to search
See also: αρκτική
Greek
[edit]Proper noun
[edit]Αρκτική • (Arktikí) f
- the Arctic
- Antonym: Ανταρκτική (Antarktikí)
Declension
[edit] Αρκτική
case \ number | singular |
---|---|
nominative | Αρκτική • |
genitive | Αρκτικής • |
accusative | Αρκτική • |
vocative | Αρκτική • |
Related terms
[edit]- αρκτικός (arktikós, “Arctic”, adjective)
- Αρκτικός Κύκλος m (Arktikós Kýklos, “Arctic Circle”)
- Αρκτικός Ωκεανός m (Arktikós Okeanós, “Arctic Ocean”)
Further reading
[edit]- Αρκτική on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- Αρκτική, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language