From Wiktionary, the free dictionary
- IPA(key): /e.ʝiˈpti.a/
- Hyphenation: Αι‧γυ‧πτί‧α
Αιγυπτία • (Aigyptía) f (plural Αιγύπτιες)
- (dated) older form of Αιγύπτια (Aigýptia) as in the ancient Αἰγυπτία (Aiguptía)
Declension of Αιγυπτία
|
singular
|
plural
|
nominative
|
Αιγυπτία (Aigyptía)
|
Αιγύπτιες (Aigýpties)
|
genitive
|
Αιγυπτίας (Aigyptías)
|
Αιγυπτίων (Aigyptíon)
|
accusative
|
Αιγυπτία (Aigyptía)
|
Αιγύπτιες (Aigýpties)
|
vocative
|
Αιγυπτία (Aigyptía)
|
Αιγύπτιες (Aigýpties)
|