Jump to content

Αθιγγανίδα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

Αθιγγανίδα (Athinganídaf (plural Αθιγγανίδες, masculine Αθίγγανος)

  1. Alternative form of Αθίγγανη (Athíngani)

Declension

[edit]
singular plural
nominative Αθιγγανίδα (Athinganída) Αθιγγανίδες (Athinganídes)
genitive Αθιγγανίδας (Athinganídas) Αθιγγανίδων (Athinganídon)
accusative Αθιγγανίδα (Athinganída) Αθιγγανίδες (Athinganídes)
vocative Αθιγγανίδα (Athinganída) Αθιγγανίδες (Athinganídes)

Synonyms

[edit]