Αδριατικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

Αδριατικός (Adriatikósm (feminine Αδριατική, neuter Αδριατικό)

  1. Adriatic
    Η Αδριατική Θάλασσα (the Adriatic Sea)
    Ο Αδριατικός Κόλπος (the Adriatic Gulf)

Declension

[edit]
Declension of Αδριατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative Αδριατικός (Adriatikós) Αδριατική (Adriatikí) Αδριατικό (Adriatikó) Αδριατικοί (Adriatikoí) Αδριατικές (Adriatikés) Αδριατικά (Adriatiká)
genitive Αδριατικού (Adriatikoú) Αδριατικής (Adriatikís) Αδριατικού (Adriatikoú) Αδριατικών (Adriatikón) Αδριατικών (Adriatikón) Αδριατικών (Adriatikón)
accusative Αδριατικό (Adriatikó) Αδριατική (Adriatikí) Αδριατικό (Adriatikó) Αδριατικούς (Adriatikoús) Αδριατικές (Adriatikés) Αδριατικά (Adriatiká)
vocative Αδριατικέ (Adriatiké) Αδριατική (Adriatikí) Αδριατικό (Adriatikó) Αδριατικοί (Adriatikoí) Αδριατικές (Adriatikés) Αδριατικά (Adriatiká)
[edit]

Further reading

[edit]